ζαΐφης

ζαΐφης
ο болезненный, слабый человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ζαΐφης" в других словарях:

  • ζαΐφης — ο ασθενικός, αρρωστιάρης, φιλάσθενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zayif] …   Dictionary of Greek

  • ζαΐφης — ο πληθ. ηδες (λ. τουρκ.), καχεκτικός, φιλάσθενος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαΐφικος — η, ο [ζαΐφης] ζαΐφης, ανήμπορος, ασθενικός …   Dictionary of Greek

  • ζαϊφλίκι — το ασθένεια, αδυναμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαΐφης + κατάλ. λίκι (πρβλ. αρχοντολίκι, βουλευτιλίκι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»